- Ὑπερόχου
- Ὑπέροχοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερόχου — ὑπέροχος prominent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αινιάνες — Ένα από τα φύλα της αρχαίας Ελλάδας. Πρωτοεμφανίζονται την εποχή του Τρωικού πολέμου ως Ενιήνες, στο πλευρό των Ελλήνων με 22 πλοία και με αρχηγό τον Γουνέα. Στην αρχή έμεναν κοντά στην αρχαία Δωδώνη, αλλά κατά την επιδρομή των Θεσσαλών και την… … Dictionary of Greek